- ῥωποπώλιον
- ῥωπο-πώλιον·A rimentarium (fort. pimentarium, cf.
ῥῶπος 2
and πιμεντάριος), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥῶπος 2
and πιμεντάριος), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρωποπωλείο — το / ῥωποπωλεῑον, ΝΜΑ και ῥωποπώλιον, Α [ῥωποπώλης] το κατάστημα τού ρωποπώλη, ψιλικατζήδικο … Dictionary of Greek